αγριμολογώ

αγριμολογώ
(-άω) [αγριμολόγος]
(στην Κρήτη) κυνηγώ αιγάγρους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγριμολογώ — αγριμολόγησα, κυνηγώ άγρια ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”